- πλουμάτος
- -η, -ο / πλουμᾱτος, -άτη, -ᾱτον, ΜΑαυτός που έχει κεντήματα, στολίδια, πλουμισμένος, πλουμιστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plumatus, μτχ. τού plumo «στολίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλοπλουμάτος — μεγαλοπλουμάτος, η, ον (Μ) αυτός που έχει πλούσια διακόσμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πλουμάτος «πλουμιστός, στολισμένος»] … Dictionary of Greek
πλουμαρικός — ή, όν, Α [πλουμάριος] 1. κεντημένος, πεποικιλμένος, πλουμάτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλουμαρικόν κεντημένος χιτώνας … Dictionary of Greek
πλουμερός — ή, ό, Ν ο γεμάτος κεντήματα και στολίδια, πλουμάτος, πλουμιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουμί(ον) + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] … Dictionary of Greek